ὀμβρική

ὀμβρική
ὀμβρικός
raining
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομβρικός — (I) ὀμβρικός, ή, όν (Α) [όμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όμβρο, βροχερός. (II) ή, ό (Α ὀμβρικός, ή, όν) [Όμβριος] 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Ομβρικοί και Όμβροι λαός τής Ιταλικής Χερσονήσου που κατοικούσε στην περιοχή ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • УМБРИЯ —    • Umbrĭa,          η̉ Όμβρική, область в Италии, на севере отделялась рекой Рубиконом от циспаданской Галлии, на западе Тибром от Этрурии, на юге и востоке Наром от земли сабинян, Эсием от Пицена, на северо востоке омывалась Адриатическим… …   Реальный словарь классических древностей

  • όμβρα — η γαιώδες χρώμα που χρησιμοποιούνταν για υδροχρωματισμούς και για ελαιοχρώματα, αλλ. ομβρική γη («όμβρα Κύπρου») …   Dictionary of Greek

  • Αυρηλιανός, Λεύκιος Δομίτιος — (Lucius Domitius Aurelianus, 214 275 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (270 275). Γεννήθηκε στην Πανονία και σε μικρό χρονικό διάστημα κέρδισε τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς βαθμούς, ώσπου το 270, με τον θάνατο του Κλαυδίου του Γοτθικού, ο στρατός και …   Dictionary of Greek

  • Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… …   Dictionary of Greek

  • ιταλικοί λαοί — Ονομασία του συνόλου του πληθυσμού της προρωμαϊκής Ιταλίας, που διέφερε στην καταγωγή, στη φυλή και στη γλώσσα από τους Λίγυρες, τους Σικανούς, τους Eτρούσκους και τους Έλληνες αποίκους. Οι νεότερες επιστημονικές υποθέσεις καταλήγουν στο… …   Dictionary of Greek

  • λατινική — Αρχαία γλώσσα, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των γλωσσών που ομιλούνται σήμερα στις περισσότερες χώρες της δυτικής (και όχι μόνο) Ευρώπης, όπως η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και η ρουμανική. Ξεκίνησε ως γλώσσα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”